οσφραντήριος

οσφραντήριος
ὀσφραντήριος, -ία, -ον (ΑΜ)
1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.)
2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον
(ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή την οποία χρησιμοποιούσαν για αναζωογόνηση κάποιου που λιποθυμούσε, οσφράδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀσφραν- τού ὀσφραίνομαι* + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαν-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀσφραντήριοι — ὀσφραντήριος able to smell masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”